- συγκαθαρμόζω
- συγκαθ-αρμόζω,A join in composing the limbs of a dead man, join in preparing for burial, S.Aj.922.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συγκαθαρμόζω — Α βοηθώ στην ετοιμασία νεκρού για ταφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + καθαρμόζω «προσαρμόζω, εφαρμόζω»] … Dictionary of Greek
συγκαθαρμόσαι — συγκαθαρμόζω join in composing the limbs aor inf act συγκαθαρμόσαῑ , συγκαθαρμόζω join in composing the limbs aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)